ασπόνδυλα

ασπόνδυλα
τα зоол, беспозвоночные

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ασπόνδυλα" в других словарях:

  • ασπόνδυλα — Όρος τον οποίο χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο Λαμάρκ για να χαρακτηρίσει τα ζώα που δεν έχουν σκελετικό άξονα ή σπονδυλική στήλη, σχηματισμένη γύρω από τη νωτιαία χορδή. Στη νεότερη κατάταξη, τα α. υποδιαιρούνται σε πολυάριθμα φύλα, αλλά δεν… …   Dictionary of Greek

  • ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …   Dictionary of Greek

  • Αμφίποδα — (amphipoda).Επιστημονική ονομασία αρθρoπόδων μαλακοστράκων που ζουν στις θάλασσες, στις λίμνες, στους ποταμούς, σε αμμώδεις ακτές, σε σπήλαια και σε υγρά μέρη πολλών τροπικών νησιών. Είναι γνωστά περίπου 4.600 είδη. Αφθονούν σε ορισμένες ακτές σε …   Dictionary of Greek

  • απολίθωμα — Οι ζωικοί ή φυτικοί οργανισμοί ή μέρη τους που έζησαν στο παρελθόν, περικλείστηκαν μέσα σε ιζηματογενείς αποθέσεις του φλοιού της Γης και διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα. Η επιστήμη που μελετά τα α. λέγεται παλαιοντολογία. Η διατήρησή τους… …   Dictionary of Greek

  • προνύμφη — Γενική ονομασία της νεανικής μορφής που έχουν μερικά ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα όταν βγαίνουναπό το αβγό. Η π. χαρακτηρίζεται από την όψη και το είδος της ζωής περισσότερο ή λιγότερο διαφορετικά από το ακμαίο άτομο· εκτός από τις εξαιρετικές… …   Dictionary of Greek

  • ακιπενσερίδες — (acipenseridae). Οικογένεια ψαριών των γλυκών νερών, που ανήκει στην τάξη των χονδροστέων. Χαρακτηριστικό γνώρισμα για την ταξινόμησή τους είναι ότι έχουν αντί για λέπια σειρές από οστέινες πλάκες. Στη διάρκεια της οντογενετικής τους εξέλιξης, οι …   Dictionary of Greek

  • Κιβιέ, Ζορζ Λεοπόλντ — (Georges Leopold Cuvier, Μονπελιέ 1769 – Παρίσι 1832). Γάλλος φυσιοδίφης και ανατόμος, ιδρυτής της σύγχρονης συγκριτικής ανατομίας. Πραγματοποίησε τις σπουδές του στην Ακαδημία της Στουτγάρδης, όπου μελέτησε διοίκηση, δίκαιο, οικονομικά, φυσική… …   Dictionary of Greek

  • Κοβαλέφσκι, Αλεξάντρ Ονουφρίεβιτς — (Aleksandr Onufriyevich Kovalevsky, Σουστιάνκα 1840 – Αγία Πετρούπολη 1901). Ρώσος βιολόγος. Υπήρξε ένας από τους θεμελιωτές της εξελικτικής εμβρυολογίας και φυσιολογίας, καθώς επίσης και μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της Αγίας Πετρούπολης (1890) …   Dictionary of Greek

  • κοτίδες — (cottidae). Μεγάλη οικογένεια ακτινοπτερύγιων ψαριών, η οποία περιλαμβάνει συνολικά 70 γένη και περίπου 300 είδη. Τα κύρια χαρακτηριστικά τους είναι το μεγάλο κεφάλι, το γυμνό σώμα με την παρουσία αγκαθιών και τα μεγάλα θωρακικά πτερύγια. Συνήθως …   Dictionary of Greek

  • Fourni (Ägäis) — Gemeinde Fourni Korseon Δήμος Φούρνων Κορσεών …   Deutsch Wikipedia

  • Santorin — (Σαντορίνη) Santorin Gewässer Ägäisches Meer Geographische Lage …   Deutsch Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»